- παρέγχυμα
- το, -ατος(ανατομ.), ιστός των σπλάχνων ή των διάφορων μερών του φυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρέγχυμα — anything poured in beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέγχυμα — Ο θεμελιώδης ιστός των ανώτερων φυτών. Πολλά τμήματα των φυτών, όπως η εντεριώνη, ο φλοιός και το μεσόφυλλο, αποτελούνται κυρίως από π. Τα κύτταρά του, δηλαδή τα παρεγχυματικά κύτταρα, είναι συνήθως ισοδιαμετρικά, με ζωντανό πρωτόπλασμα, αφήνουν… … Dictionary of Greek
παρεγχύμασιν — παρέγχυμα anything poured in beside neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγχύματα — παρέγχυμα anything poured in beside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγχύματι — παρέγχυμα anything poured in beside neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγχύματος — παρέγχυμα anything poured in beside neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
παρεγχυματώδης — ες 1. (για ανατ. σχηματισμό) αυτός που είναι πλούσιος σε παρέγχυμα («παρεγχυματώδη όργανα» οι πνεύμονες, το πάγκρεας κ.ά.) 2. (για νόσο ή βλάβη) αυτός που αναφέρεται στο παρέγχυμα («παρεγχυματώδης νεφρίτιδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέγχυμα, ατος. Η λ.… … Dictionary of Greek
Parénquima — (Del gr. parenkhyma, sustancia orgánica.) ► sustantivo masculino 1 BOTÁNICA Tejido vegetal formado por células de forma esférica o cúbica y separadas entre sí por unos espacios huecos. 2 ANATOMÍA Tejido glandular en los animales. * * * parénquima … Enciclopedia Universal
παρεγχυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρέγχυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέγχυμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek